Αν θέλετε να αποκτήσετε μια -ανέλπιστα- κατατοπιστική εικόνα για το τί ακριβώς έχει παιχτεί στη μουσική βιομηχανία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, τότε ίσως αυτό το βιβλίο θα πρέπει να αποτελέσει τον πρώτο σας σταθμό -μετά το freakout.gr πάντα! Με ονόματα, νούμερα και αφήγηση που σε πιάνει από το λαιμό ήδη από τις πρώτες σελίδες σα να ήταν αστυνομικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας Steve Knopper παραθέτει παραλειπόμενα με τρόπο που σε κάνει να νιώθεις ότι ήταν… πανταχού παρών στο χρονικό διάστημα που καλύπτει. Ο Knopper τα λέει έξω από τα δόντια για όλα: τους υπέρογκους μισθούς των μεγαλοδιευθυντών, τις υπερβολές κάθε είδους, τα μαχαιρώματα, τις παγαποντιές και τη στενοκεφαλιά ανθρώπων που πάνω-κάτω έχουν ορίσει τί θα ακούει ο μισός δυτικός κόσμος μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από την τεράστια -και απολύτως κατασκευασμένη- εμπορική επιτυχία της disco και την κατακρήμνισή της (που έπληξε σημαντικά τις δισκογραφικές), την προώθηση βαρέων βαρών του Michael Jackson (που έκανε το κοινό να επιστρέψει στα δισκοπωλεία), έως τη διστακτικότητα των υψηλόβαθμων στελεχών των μεγαλοεταιριών προς κάθε τι καινούργιο όπως π.χ. το CD ή το MTV, μέσα από τα οποία θα πλούτιζαν στο μέλλον, αλλά για τα οποία δεν είχαν καθόλου συμπάθεια πριν καθιερωθούν. Το βιβλίο κάνει εκτενή αναφορά και στον υποχθόνιο τρόπο «παραγωγής» επιτυχιών, μέσω ενός σκοτεινού δικτύου προώθησης όπου, έπειτα από τα κατάλληλα «λαδώματα» οι ραδιοφωνικοί σταθμοί έπαιζαν κατά παραγγελία των δισκογραφικών εταιριών. Εκεί έφευγε μεγάλο μέρος του budget των εταιριών, διατηρώντας εν λειτουργία το κατεστημένο που τους έφερνε χοντρό χρήμα.
Oι εταιρίες σέρφαραν επάνω στο τεράστιο κύμα του CD Βoom κατά τη διάρκεια του οποίου οι πωλήσεις των πλαστικών… σουβέρ αυξάνονταν δίχως τέλος. Οι δισκογραφικές εκμεταλλεύτηκαν καταναλωτικό κοινό και καλλιτέχνες αυξάνοντας τις τιμές για τους πρώτους και μειώνοντας τα έσοδα για τους τελευταίους. Πλημμύρισαν την αγορά με CD και ο κόσμος αναγκάστηκε σχεδόν να αγοράσει εξαρχής τη δισκοθήκη του, με προϊόντα διπλάσιου κόστους από τους δίσκους βινυλίου. Τα επιπλέον χρήματα κατέληγαν όλα στην τσέπη των δισκογραφικών, μέσω όρων συμβολαίου των οποίων οι λεπτομέρειες εξακολουθούν να διαφεύγουν σε έμπειρους νομικούς συμβούλους της μουσικής βιομηχανίας…
Ωστόσο, οι δισκογραφικές άφησαν τα οπίσθιά τους ακάλυπτα όταν οι… κομπιουτεράκηδες κατάφεραν να περάσουν νομοθεσία ότι οι χρήστες Η/Υ θα έχουν τη δυνατότητα να αντιγράφουν CD δεδομένων. Και οι δισκογραφικές είχαν ψηφιοποιήσει όλο τον κατάλογό τους. Όταν το διαδίκτυο και το MP3 οδήγησαν στο file sharing και το Napster, οι δισκογραφικές αντιμετώπισαν την κατάσταση ως καθαρή κλοπή της “ιδιοκτησίας” τους και πολέμησαν με νύχια και με δόντια για να πατάξουν τον εχθρό/θεριό. Με την υπεροψία που τους διέπει, τα υψηλόβαθμα στελέχη δισκογραφικών δε μυρίστηκαν καν το γεγονός ότι διέπρατταν το μεγαλύτερο λάθος στην ιστορία τους, οδηγώντας στο τέλος των ημερών της κότας με τα χρυσά… CD. Θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει γίνει έτσι. Αν ήταν έξυπνοι να εκμεταλλευτούν ένα έτοιμο κοινό 25 εκατομμυρίων χρηστών που απαριθμούσε το Napster, η πλατφόρμα είχε τα φόντα να γίνει το πρώτο social network πολύ πριν την έλευση των MySpace και Facebook. Αναλογιστείτε λίγο τι θα είχε συμβεί αν το Napster είχε καταφέρει να γίνει το πρώτο -και όπως συμβαίνει συνήθως, το πιο επιτυχημένο- social network, σε πόσο επικερδή επιχείρηση θα μπορούσε να έχει μετατραπεί για τις δισκογραφικές. Εντέλει, οι εταιρίες κατάφεραν να νικήσουν το Napster όχι όμως και το file sharing!
Χωρίς να έχουν συνέλθει από το γκολ που δέχθηκαν, και με την ελεύθερη ανταλλαγή αρχείων μέσω διαδικτύου να διογκώνεται συνεχώς, οι δισκογραφικές δεν κατάφεραν να βρουν κάποια λύση την επόμενη διετία. Τότε, στο σκηνικό προσγειώθηκε ο Steve Jobs της Apple, ο οποίος πρότεινε το iTunes, το ηλεκτρονικό… τραγουδοπωλείο -κάτι που οι δισκογραφικές αργότερα ανακάλυψαν ότι δε θα τους συνέφερε καθόλου. Επρόκειτο όμως για την τελευταία ελπίδα των εταιριών, δεδομένης της απουσίας διαδικτυακού μάρκετινγκ -εν έτει 2003- και των αποτυχημένων προσπαθειών εύρεσης τεχνολογίας προστασίας από αντιγραφές. Δεδομένου ότι το iTunes ήταν περιορισμένο στους ελάχιστους χρήστες Mac, αποτελούσε χαμηλό ρίσκο για τις εταιρίες. Μόλις όμως ο Jobs έκλεισε τις συμφωνίες με τις μεγάλες δισκογραφικές, έκανε την πλατφόρμα συμβατή και με τα PC, οδηγώντας στην έκρηξη δημοτικότητας του iPod -το gadget για την προώθηση του οποίου δημιούργησε το iTunes ο Jobs, πέραν της ευκαιρίας που του έδινε να μπει στα χωράφια της μουσικής βιομηχανίας- οι δισκογραφικές είδαν τι σημαίνει Apple, η οποία πλέον τους κράταγε από τα… αμελέτητα, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες όπως τον καθορισμό δικών του τιμών με εκβιαστικές μεθόδους: “ή τόσο ή το αποσύρω”!
Την ίδια στιγμή, οι δισκογραφικές άρχισαν να καταθέτουν μηνύσεις εναντίον απλών πολιτών που είχαν κατεβάσει δωρεάν μουσική από το διαδίκτυο (τη στιγμή που δεν υπήρχε νόμιμη εναλλακτική), διεκδικώντας 750$ για κάθε τραγούδι που είχε αποθηκευτεί στο σκληρό τους δίσκο! Οι τακτικές εκφοβισμού των εταιριών εναντίον των ίδιων των πελατών τους, για κάποιο… μυστήριο λόγο δεν απέφερε καρπούς! Οι δισκογραφικές κατηγόρησαν -και εξακολουθούν- το downloading ως το κύριο αίτιο της πτώσης των πωλήσεών τους, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι οι ίδιες έσκαψαν το λάκο τους!
P.S. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το φίλο Vic που μου δάνεισε το βιβλίο και μου… άνοιξε τα μάτια!
n0tags